- ερματίτης
- ἑρματίτηςἑρματί̱της , ἑρματίτηςserving as ballast: masc nom sg
Morphologia Graeca. 2013.
Morphologia Graeca. 2013.
ερματίτης — ἑρματίτης, ὁ (Α) [έρμα] αυτός που χρησιμεύει ως έρμα στα πλοία … Dictionary of Greek
ἑρματίτης — ἑρματί̱της , ἑρματίτης serving as ballast masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρμα — το (AM ἕρμα) πρόσθετο βάρος το οποίο τοποθετείται στο κύτος πλοίου ή λέμβου για να αυξήσει την ευστάθειά τους, η σαβούρα νεοελλ. 1. πρόσθετο βάρος, το οποίο τοποθετείται στη λέμβο αερόστατου, για να ρυθμίζεται η ανύψωσή του 2. στρώμα από σκύρα,… … Dictionary of Greek
ἑρματίτην — ἑρματί̱την , ἑρματίτης serving as ballast masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)